διαδικασιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδικασιακός η διαδικασιακή το διαδικασιακό
      γενική του διαδικασιακού της διαδικασιακής του διαδικασιακού
    αιτιατική τον διαδικασιακό τη διαδικασιακή το διαδικασιακό
     κλητική διαδικασιακέ διαδικασιακή διαδικασιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδικασιακοί οι διαδικασιακές τα διαδικασιακά
      γενική των διαδικασιακών των διαδικασιακών των διαδικασιακών
    αιτιατική τους διαδικασιακούς τις διαδικασιακές τα διαδικασιακά
     κλητική διαδικασιακοί διαδικασιακές διαδικασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαδικασιακός < διαδικασί(α) + -ακός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική procédural[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.a.ði.ka.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐δι‐κα‐σι‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

διαδικασιακός, -ή, -ό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]