διακοπτόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.koˈpto.me.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐κο‐πτό‐με‐νο & δι‐α‐κο‐πτό‐με‐νο
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]διακοπτόμενο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διακοπτόμενος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διακοπτόμενος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- παλιότερος τύπος: διακοπτόμενον