διαλανθάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.lanˈθa.nɔ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐λαν‐θά‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαλανθάνω
- ξεφεύγω, μένω απαρατήρητος + αιτιατική
- Το νήπιο διέλαθε την προσοχή της μητέρας του προκειμένου να περάσει το δρόμο απέναντι και διερχόμενο αυτοκίνητο το χτύπησε.