διαμαντικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα διαμαντικά
      γενική των διαμαντικών
    αιτιατική τα διαμαντικά
     κλητική διαμαντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμαντικά < διαμάντι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαμαντικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • σύνολο από διαμαντένια κοσμήματα, ή κοσμήματα με πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους που μπορεί ν' ανήκει σε κάποιο πρόσωπο, ή να αποτελούν αφιερώματα σε εικόνες, ή να στολίζουν κάποιο αντικείμενο
  • τη γέμισε διαμαντικά
  • έδωσε τα διαμαντικά της ενέχυρο
  • έχει ένα σωρό διαμαντικά!

Δημώδες τετράστιχο με την έκφραση:

Αχ νάτανε να πέρναγα σ΄ ένα χρυσό σιρίτι
την πούλια, τον αυγερινό και τον αποσπερίτη
να στα κρεμούσα στο λαιμό, γιατί να στον στολίσει
διαμαντικό δεν βρίσκεται σ΄ Ανατολή και Δύση.

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • χρυσαφικά: αναφέρεται (αντίστοιχα με τα διαμαντικά) σε χρυσά κοσμήματα
  • ασημικά: αναφέρεται (αντίστοιχα με τα διαμαντικά) σε ασημένια κοσμήματα καθώς και σε ασημένια σκεύη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]