διαπιστεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαπιστεύω < αρχαία ελληνική διαπιστεύω < διά + πιστεύω < πίστις

διαπιστεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]