διαπιστεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαπιστεύω < αρχαία ελληνική διαπιστεύω < διά + πιστεύω < πίστις
Ρήμα
[επεξεργασία]διαπιστεύω
- διορίζω διπλωματικό αντιπρόσωπο σε ξένο κράτος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διαπιστευμένος
- διαπίστευση
- διαπιστευτήριο
- → δείτε τις λέξεις πιστεύω και πίστη
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπιστεύω | διαπίστευα | θα διαπιστεύω | να διαπιστεύω | διαπιστεύοντας | |
β' ενικ. | διαπιστεύεις | διαπίστευες | θα διαπιστεύεις | να διαπιστεύεις | διαπίστευε | |
γ' ενικ. | διαπιστεύει | διαπίστευε | θα διαπιστεύει | να διαπιστεύει | ||
α' πληθ. | διαπιστεύουμε | διαπιστεύαμε | θα διαπιστεύουμε | να διαπιστεύουμε | ||
β' πληθ. | διαπιστεύετε | διαπιστεύατε | θα διαπιστεύετε | να διαπιστεύετε | διαπιστεύετε | |
γ' πληθ. | διαπιστεύουν(ε) | διαπίστευαν διαπιστεύαν(ε) |
θα διαπιστεύουν(ε) | να διαπιστεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπίστευσα | θα διαπιστεύσω | να διαπιστεύσω | διαπιστεύσει | ||
β' ενικ. | διαπίστευσες | θα διαπιστεύσεις | να διαπιστεύσεις | διαπίστευσε | ||
γ' ενικ. | διαπίστευσε | θα διαπιστεύσει | να διαπιστεύσει | |||
α' πληθ. | διαπιστεύσαμε | θα διαπιστεύσουμε | να διαπιστεύσουμε | |||
β' πληθ. | διαπιστεύσατε | θα διαπιστεύσετε | να διαπιστεύσετε | διαπιστεύστε | ||
γ' πληθ. | διαπίστευσαν διαπιστεύσαν(ε) |
θα διαπιστεύσουν(ε) | να διαπιστεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαπιστεύσει | είχα διαπιστεύσει | θα έχω διαπιστεύσει | να έχω διαπιστεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαπιστεύσει | είχες διαπιστεύσει | θα έχεις διαπιστεύσει | να έχεις διαπιστεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαπιστεύσει | είχε διαπιστεύσει | θα έχει διαπιστεύσει | να έχει διαπιστεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπιστεύσει | είχαμε διαπιστεύσει | θα έχουμε διαπιστεύσει | να έχουμε διαπιστεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαπιστεύσει | είχατε διαπιστεύσει | θα έχετε διαπιστεύσει | να έχετε διαπιστεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπιστεύσει | είχαν διαπιστεύσει | θα έχουν διαπιστεύσει | να έχουν διαπιστεύσει |
|