διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών < → δείτε τις λέξεις διεπαφή, προγραμματισμός και εφαρμογή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική application programming interface
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών θηλυκό
- (προγραμματισμός) τεχνική που επιτρέπει την κλήση και χρησιμοποίηση των λειτουργιών ενός συνόλου υποπρογραμμάτων, πρωτοκόλλων και εργαλείων, ώστε να αναπτύσσονται εφαρμογές από προκατασκευασμένο λογισμικό
- συντομογραφία: ΔΠΕ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών