εγκλίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκλίνω < ελληνιστική κοινή ἐγκλίνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἐγκλίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
εγκλίνω (παθητική φωνή: εγκλίνομαι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκλίνω
|