εκθρονίζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκθρονίζω, ήδη από το 1826 (ἐκθρονίζω)[1] < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική détrôner. Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + -θρονίζω κατά το ενθρονίζω.[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ek.θɾoˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐θρο‐νί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εκθρονίζω, αόρ.: εκθρόνισα, παθ.φωνή: εκθρονίζομαι, π.αόρ.: εκθρονίστηκα, μτχ.π.π.: εκθρονισμένος
- (πολιτική) απομακρύνω, συνήθως με τη βία, κάποιον από το θρόνο του ή την εξουσία
- (μεταφορικά) εκτοπίζω κάποιον από την κορυφή κάποιου αξιολογικού πίνακα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη θρόνος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθρονίζω | εκθρόνιζα | θα εκθρονίζω | να εκθρονίζω | εκθρονίζοντας | |
β' ενικ. | εκθρονίζεις | εκθρόνιζες | θα εκθρονίζεις | να εκθρονίζεις | εκθρόνιζε | |
γ' ενικ. | εκθρονίζει | εκθρόνιζε | θα εκθρονίζει | να εκθρονίζει | ||
α' πληθ. | εκθρονίζουμε | εκθρονίζαμε | θα εκθρονίζουμε | να εκθρονίζουμε | ||
β' πληθ. | εκθρονίζετε | εκθρονίζατε | θα εκθρονίζετε | να εκθρονίζετε | εκθρονίζετε | |
γ' πληθ. | εκθρονίζουν(ε) | εκθρόνιζαν εκθρονίζαν(ε) |
θα εκθρονίζουν(ε) | να εκθρονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκθρόνισα | θα εκθρονίσω | να εκθρονίσω | εκθρονίσει | ||
β' ενικ. | εκθρόνισες | θα εκθρονίσεις | να εκθρονίσεις | εκθρόνισε | ||
γ' ενικ. | εκθρόνισε | θα εκθρονίσει | να εκθρονίσει | |||
α' πληθ. | εκθρονίσαμε | θα εκθρονίσουμε | να εκθρονίσουμε | |||
β' πληθ. | εκθρονίσατε | θα εκθρονίσετε | να εκθρονίσετε | εκθρονίστε | ||
γ' πληθ. | εκθρόνισαν εκθρονίσαν(ε) |
θα εκθρονίσουν(ε) | να εκθρονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκθρονίσει | είχα εκθρονίσει | θα έχω εκθρονίσει | να έχω εκθρονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκθρονίσει | είχες εκθρονίσει | θα έχεις εκθρονίσει | να έχεις εκθρονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκθρονίσει | είχε εκθρονίσει | θα έχει εκθρονίσει | να έχει εκθρονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθρονίσει | είχαμε εκθρονίσει | θα έχουμε εκθρονίσει | να έχουμε εκθρονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκθρονίσει | είχατε εκθρονίσει | θα έχετε εκθρονίσει | να έχετε εκθρονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκθρονίσει | είχαν εκθρονίσει | θα έχουν εκθρονίσει | να έχουν εκθρονίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθρονίζομαι | εκθρονιζόμουν(α) | θα εκθρονίζομαι | να εκθρονίζομαι | ||
β' ενικ. | εκθρονίζεσαι | εκθρονιζόσουν(α) | θα εκθρονίζεσαι | να εκθρονίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκθρονίζεται | εκθρονιζόταν(ε) | θα εκθρονίζεται | να εκθρονίζεται | ||
α' πληθ. | εκθρονιζόμαστε | εκθρονιζόμαστε εκθρονιζόμασταν |
θα εκθρονιζόμαστε | να εκθρονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκθρονίζεστε | εκθρονιζόσαστε εκθρονιζόσασταν |
θα εκθρονίζεστε | να εκθρονίζεστε | (εκθρονίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκθρονίζονται | εκθρονίζονταν εκθρονιζόντουσαν |
θα εκθρονίζονται | να εκθρονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκθρονίστηκα | θα εκθρονιστώ | να εκθρονιστώ | εκθρονιστεί | ||
β' ενικ. | εκθρονίστηκες | θα εκθρονιστείς | να εκθρονιστείς | εκθρονίσου | ||
γ' ενικ. | εκθρονίστηκε | θα εκθρονιστεί | να εκθρονιστεί | |||
α' πληθ. | εκθρονιστήκαμε | θα εκθρονιστούμε | να εκθρονιστούμε | |||
β' πληθ. | εκθρονιστήκατε | θα εκθρονιστείτε | να εκθρονιστείτε | εκθρονιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκθρονίστηκαν εκθρονιστήκαν(ε) |
θα εκθρονιστούν(ε) | να εκθρονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκθρονιστεί | είχα εκθρονιστεί | θα έχω εκθρονιστεί | να έχω εκθρονιστεί | εκθρονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκθρονιστεί | είχες εκθρονιστεί | θα έχεις εκθρονιστεί | να έχεις εκθρονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκθρονιστεί | είχε εκθρονιστεί | θα έχει εκθρονιστεί | να έχει εκθρονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθρονιστεί | είχαμε εκθρονιστεί | θα έχουμε εκθρονιστεί | να έχουμε εκθρονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκθρονιστεί | είχατε εκθρονιστεί | θα έχετε εκθρονιστεί | να έχετε εκθρονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκθρονιστεί | είχαν εκθρονιστεί | θα έχουν εκθρονιστεί | να έχουν εκθρονιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκθρονισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκθρονισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκθρονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκθρονισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκθρονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκθρονισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκθρονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκθρονισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκθρονίζω, σελ.ἐκθρονίζω, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ εκθρονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)