εμβολιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɱ.vo.liˈa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βο‐λι‐ά‐ζο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
εμβολιάζομαι, π.αόρ.: εμβολιάστηκα, μτχ.π.π.: εμβολιασμένος, (ενεργ.: εμβολιάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος εμβολιάζω → δείτε και την κλίση