εν καιρώ πολέμου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν καιρώ πολέμου < (καθαρεύουσα) ἐν καιρῷ (δοτική ενικού του καιρός) & γενική ενικού πολέμου του πόλεμος → δείτε τις λέξεις εν, καιρός, εν καιρώ και πόλεμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν καιρώ πολέμου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν καιρώ πολέμου
|