εξοργιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]εξοργιστικά < εξοργιστικός + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksoɾ.ʝi.stiˈka/
Επίρρημα
[επεξεργασία]εξοργιστικά
- με εξοργιστικό τρόπο, σε βαθμό που σε εξοργίζει
- ※ Πριν από μερικούς μήνες είδαμε με έκπληξη τη θρασύτατη εισβολή των εξοργιστικά πλουσιοπάροχα αμειβομένων υπαλλήλων της Βουλής στην αίθουσα του Κοινοβουλίου με σκοπό να αποτρέψουν την ένταξή τους στο ενιαίο μισθολόγιο. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξοργιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εξοργιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξοργιστικός