εξοργίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξοργίζω < αρχαία ελληνική ἐξοργίζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksoɾˈʝi.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]εξοργίζω (παθητική φωνή: εξοργίζομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξόργιση
- εξοργισμένος
- εξοργισμός
- εξοργιστικά
- εξοργιστικός
- εξοργιστικώς
- → δείτε τις λέξεις οργίζω και οργή
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξοργίζω | εξόργιζα | θα εξοργίζω | να εξοργίζω | εξοργίζοντας | |
β' ενικ. | εξοργίζεις | εξόργιζες | θα εξοργίζεις | να εξοργίζεις | εξόργιζε | |
γ' ενικ. | εξοργίζει | εξόργιζε | θα εξοργίζει | να εξοργίζει | ||
α' πληθ. | εξοργίζουμε | εξοργίζαμε | θα εξοργίζουμε | να εξοργίζουμε | ||
β' πληθ. | εξοργίζετε | εξοργίζατε | θα εξοργίζετε | να εξοργίζετε | εξοργίζετε | |
γ' πληθ. | εξοργίζουν(ε) | εξόργιζαν εξοργίζαν(ε) |
θα εξοργίζουν(ε) | να εξοργίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξόργισα | θα εξοργίσω | να εξοργίσω | εξοργίσει | ||
β' ενικ. | εξόργισες | θα εξοργίσεις | να εξοργίσεις | εξόργισε | ||
γ' ενικ. | εξόργισε | θα εξοργίσει | να εξοργίσει | |||
α' πληθ. | εξοργίσαμε | θα εξοργίσουμε | να εξοργίσουμε | |||
β' πληθ. | εξοργίσατε | θα εξοργίσετε | να εξοργίσετε | εξοργίστε | ||
γ' πληθ. | εξόργισαν εξοργίσαν(ε) |
θα εξοργίσουν(ε) | να εξοργίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξοργίσει | είχα εξοργίσει | θα έχω εξοργίσει | να έχω εξοργίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξοργίσει | είχες εξοργίσει | θα έχεις εξοργίσει | να έχεις εξοργίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξοργίσει | είχε εξοργίσει | θα έχει εξοργίσει | να έχει εξοργίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοργίσει | είχαμε εξοργίσει | θα έχουμε εξοργίσει | να έχουμε εξοργίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξοργίσει | είχατε εξοργίσει | θα έχετε εξοργίσει | να έχετε εξοργίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοργίσει | είχαν εξοργίσει | θα έχουν εξοργίσει | να έχουν εξοργίσει |
|