outrage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
outrage (en)
- εξοργιστική προσβολή, κακοήθης επίθεση
- θυμός, οργή εξαιτίας μιας προσβολής
Ρήμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
outrage | outrages |
outrage (fr) αρσενικό
- η περιύβριση, η προπηλάκιση, ο προπηλακισμός