Μετάβαση στο περιεχόμενο

outrage

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

outrage (en)

  1. εξοργιστική προσβολή, κακοήθης επίθεση
  2. θυμός, οργή εξαιτίας μιας προσβολής




Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
outrage outrages

outrage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]