κορώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορώνω < αρχαία ελληνική κόρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈɾo.no/

κορώνω

  1. (αμετάβατο) εκπέμπω πάρα πολλή θερμότητα, ώστε κάνω κάτι να καίει
    το τζάκι κόρωσε
  2. (αμετάβατο) αποκτώ πάρα πολλή θερμότητα, πυρακτώνομαι
    το αυτοκίνητο θα κορώσει κάτω από τον ήλιο· καλύτερα να το πας στη σκιά
  3. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να βγει εκτός εαυτού
     συνώνυμα: εξάπτω
    τι του είπες και κόρωσε;

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]