rendre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]rendre (fr)
- καθιστώ, επιτρέπω σε κάτι να γίνει πραγματικότητα
- suite à notre discussion téléphonique, les choses ont été rendues possibles
- κατόπιν της τηλεφωνικής μας συνδιάλλεξης, τα πράγματα κατέστησαν δυνατά
- suite à notre discussion téléphonique, les choses ont été rendues possibles
- παραδίδω
- il a rendu son travail dans les temps
- παρέδωσε την εργασία του έγκαιρα
- il a rendu son travail dans les temps
- επιστρέφω, ανταποδίδω
- κάνω εμετό, ξερνώ, εμώ, εξεμώ
- πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω
- chaque matin, il se rend à son travail à sept heures
- κάθε πρωί, πηγαίνει στη δουλειά του στις εφτά
- chaque matin, il se rend à son travail à sept heures
- παραδίδομαι
- après trois heures de tractations, il s'est rendu à la police
- μετά τρεις ώρες διαπραγματεύσεων, παραδόθηκε στην αστυνομία
- après trois heures de tractations, il s'est rendu à la police