επιβαρυντικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιβαρυντικά < επιβαρυντικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιβαρυντικά
- με επιβαρυντικό τρόπο, επιβαρύνοντας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιβαρυντικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επιβαρυντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (επιβαρυντικό) του επιβαρυντικός