επιπωματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιπωματίζω < αρχαία ελληνική ἐπιπωματίζω < ἐπί + πωματίζω < πῶμα

επιπωματίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]