εἴκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Δείτε *εἴκω, εἵκω, εἰκώ, εἰκώς

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἴκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

εἴκω

  1. ενδίδω, υποχωρώ
  2. παραδίδω, αφήνω, παραχωρώ, επιτρέπω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Για τη σημασία «μοιάζω, φαίνομαι» δείτε τον αμάρτυρο ενεστώτα *εἴκω του ἔοικα

Πηγές[επεξεργασία]