ζαλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαλώνω < ζαλ-ιά + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ζαλώνω, πρτ.: ζάλωνα, στ.μέλλ.: θα ζαλώσω, αόρ.: ζάλωσα, παθ.φωνή: ζαλώνομαι, μτχ.π.π.: ζαλωμένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]