ηδονοβλεψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηδονοβλεψία < ηδονοβλεψίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηδονοβλεψία θηλυκό

  • η άντληση ηδονής από την παρακολούθηση σεξουαλικής πράξης στην οποία συμμετέχουν άλλοι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ηδονοβλεψία αρσενικό ή θηλυκό