θροώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θροΐζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θροώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θροῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

θροώ

Άλλες μορφές

Συγγενικά

  • διαθροώ
  • εκθροώ
  • καταθροώ
  • προσθροώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]