ινδικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ινδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ινδικός, στον πληθυντικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ινδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η ινδική γλώσσα, μία από τις επίσημες γλώσσες που μιλιούνται στην Ινδία → δείτε τη λέξη χίντι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ινδικά