κάρτερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καρτέρι, καρτερία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάρτερ < από το όνομα του εφευρέτη του J. Harrison Carter

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάρτερ ουδέτερο άκλιτο

  1. προστατευτικό περίβλημα μηχανής εσωτερικής καύσης
  2. (συνεκδοχικά) δοχείο λαδιού λίπανσης ενός κινητήρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]