καθαρές πωλήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαρές πωλήσεις < → δείτε τις λέξεις καθαρός και πώληση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική net sales
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
καθαρές πωλήσεις (μόνο πληθυντικός)
- (λογιστική) η αξία των πωλήσεων μιας οικονομικής μονάδας μετά την αφαίρεση των φόρων (πχ. ΦΠΑ), των επιστροφών, των εκπτώσεων και της αξίας των κατεστραμμένων προϊόντων