καλόγουστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλόγουστα < καλόγουστος + -α < καλό- + γούστο
Επίρρημα[επεξεργασία]
καλόγουστα
- με καλαισθησία, με καλό γούστο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλόγουστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καλόγουστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλόγουστος