καμινιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]καμινιάζω
- βάζω μέσα σε καμίνι διάφορα υλικά, ώστε με την καμίνευση να έχω τα επιθυμητά αποτελέσματα (ξυλάνθρακες από ξύλα, ασβέστη από ασβεστολιθικά πετρώματα κ.λπ.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καμίνιασμα
- καμινιασμένος
- → δείτε τις λέξεις καμίνι και κάμινος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμινιάζω
|