καμίνι
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καμίνι | καμίνια |
γενική | καμινιού | καμινιών |
αιτιατική | καμίνι | καμίνια |
κλητική | καμίνι | καμίνια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμίνι < μεσαιωνική ελληνική καμίνι(ν) < ελληνιστική κοινή καμίνιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική κάμινος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμίνι ουδέτερο
- ειδική κατασκευή, μέσα στην οποία αναπτύσσονται μεγάλες θερμοκρασίες, προκειμένου να τηχθούν μέταλλα ή για άλλους λόγους
- (μεταφορικά) επικράτηση μεγάλης ζέστης ή γενικότερα δύσκολων συνθηκών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ακαμίνευτος
- ακαμίνιαστος
- ασβεστοκάμινο
- ασβεστοκάμινος
- εκκαμίνευση
- εκκαμινεύω
- καμινάδα
- καμινάρης
- καμινάς
- καμινετάκι
- καμινέτο
- καμίνευμα
- καμίνευση
- καμινευτήρας
- καμινευτήριο
- καμινευτής
- καμινευτικός
- καμινεύτρια
- καμινεύω
- καμινιάζω
- κάμινος
- υψικάμινος