καμπίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κρητικά (el-crt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμπίτης αρσενικό
- (ιδιωματικό) (για ανθρώπους) που κατοικεί ή εργάζεται στον κάμπο
- (ιδιωματικό) (για πράγματα) που βρίσκεται στον κάμπο
Πηγές
[επεξεργασία]- Μιχάλης Κασσωτάκης, ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ, Αθήνα 2021 (αρχική έκδοση 2018), ISBN 978-960-612-192-0, σελ. 353.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμπίτης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κάμπος
Πηγές
[επεξεργασία]- καμπίτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.322, Τόμος 7 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.