καμπίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καμπίτης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμπίτης < κάμπ(ος) + -ίτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμπίτης αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) (για ανθρώπους) που κατοικεί ή εργάζεται στον κάμπο
  2. (ιδιωματικό) (για πράγματα) που βρίσκεται στον κάμπο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμπίτης < κάμπ(ος) + -ίτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμπίτης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]