καμπίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καμπίτης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμπίτης < κάμπ(ος) + -ίτης. Διαφορετική η σημασία του μεσαιωνικού καμπίτης.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμπίτης αρσενικό

  1. (για ανθρώπους) που κατοικεί ή εργάζεται στον κάμπο
  2. (για πράγματα) που βρίσκεται στον κάμπο
  • Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.353



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμπίτης < κάμπ(ος) + -ίτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμπίτης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]