καπελάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπελάρω < καπέλο + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capeler)
Ρήμα[επεξεργασία]
καπελάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) τοποθετώ «καπέλο» / αγκύλη σε στήλη ή κεραία πλοίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καπελάρισμα
- → δείτε τη λέξη καπέλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)