καταπόδας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταπόδας < αρχαία ελληνική κατά πόδας

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καταπόδας

  • πίσω από κάποιον ή κάτι που κινείται και σε μικρή απόσταση απ’ αυτό(ν)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]