κατατυραννώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατατυραννώ < ελληνιστική κοινή κατατυραννέω / κατατυραννῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

κατατυραννώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]