κατατυράννηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατατυράννηση | οι | κατατυραννήσεις |
γενική | της | κατατυράννησης* | των | κατατυραννήσεων |
αιτιατική | την | κατατυράννηση | τις | κατατυραννήσεις |
κλητική | κατατυράννηση | κατατυραννήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατατυραννήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατατυράννηση < κατατυραννώ + -ση < ελληνιστική κοινή κατατυραννέω / κατατυραννῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατατυράννηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατατυραννώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατατυράννηση
|