κατηγμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατηγμένη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατηγμένη θηλυκό
- (μαθηματικά) η τρίτη παράμετρος στο τρισδιάστατο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων που δίνει την απόσταση από τον άξονα (z, ζ) που είναι κάθετος στο επίπεδο των αξόνων x (τετμημένη) y (τεταγμένη) (χψ)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατηγμένη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κατηγμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κατηγμένος