καφετιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καφετιά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καφετής στον πληθυντικό (από το χρώμα του χαρτονομίσματος των 1000 δραχμών)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καφετιά ουδέτερο πληθυντικός

του έδωσα τρία καφετιά κι έγινε η δουλειά μου στο άψε-σβήσε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

καφετιά