κείμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κείμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα κείμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

κείμενος, -η, -ο

  1. που κείται, που βρίσκεται
    στους περιμετρικά κείμενους λόφους υπάρχουν διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα
  2. (νομικός όρος) που βρίσκεται σε ισχύ, που ισχύει
    κείμενη νομοθετική διάταξη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]