κείμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κείμενος, -η, -ο
- που κείται, που βρίσκεται
- στους περιμετρικά κείμενους λόφους υπάρχουν διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα
- (νομικός όρος) που βρίσκεται σε ισχύ, που ισχύει
- κείμενη νομοθετική διάταξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κείμενος
|