κεράσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεράσα < κεράσια (προφορά ceˈɾasça) + με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν (όπως διακόσια > διακόσα)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κεράσα ουδέτερο