κινάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κινάω < κιν(ώ + -άω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐νά‐ω

κινάω, αόρ.: κίνησα, παθ.φωνή: κινιέμαι, π.αόρ.: κινήθηκα → και δείτε τη λέξη κινώ

  • Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]