κινάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νά‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]κινάω, αόρ.: κίνησα, παθ.φωνή: κινιέμαι, π.αόρ.: κινήθηκα → και δείτε τη λέξη κινώ
- (προφορικό)
- (στην ενεργητική φωνή) είμαι έτοιμος να πάω
- ※ Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
- για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν
- τραγούδι από το θεατρικό έργο Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπέρτολντ Μπρεχτ (Bertold Brecht), μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη, μουσική του Μάνου Χατζιδάκι
- ※ Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
- άλλη μορφή του κινώ
- (στην ενεργητική φωνή) είμαι έτοιμος να πάω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κινάω - κινώ | κινούσα - κίναγα | θα κινάω - κινώ | να κινάω - κινώ | κινώντας | |
β' ενικ. | κινάς | κινούσες - κίναγες | θα κινάς | να κινάς | κίνα - κίναγε | |
γ' ενικ. | κινάει - κινά | κινούσε - κίναγε | θα κινάει - κινά | να κινάει - κινά | ||
α' πληθ. | κινάμε - κινούμε | κινούσαμε - κινάγαμε | θα κινάμε - κινούμε | να κινάμε - κινούμε | ||
β' πληθ. | κινάτε | κινούσατε - κινάγατε | θα κινάτε | να κινάτε | κινάτε | |
γ' πληθ. | κινάν(ε) - κινούν(ε) | κινούσαν(ε) - κίναγαν - κινάγανε | θα κινάν(ε) - κινούν(ε) | να κινάν(ε) - κινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κίνησα | θα κινήσω | να κινήσω | κινήσει | ||
β' ενικ. | κίνησες | θα κινήσεις | να κινήσεις | κίνα - κίνησε | ||
γ' ενικ. | κίνησε | θα κινήσει | να κινήσει | |||
α' πληθ. | κινήσαμε | θα κινήσουμε | να κινήσουμε | |||
β' πληθ. | κινήσατε | θα κινήσετε | να κινήσετε | κινήστε | ||
γ' πληθ. | κίνησαν κινήσαν(ε) |
θα κινήσουν(ε) | να κινήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κινήσει | είχα κινήσει | θα έχω κινήσει | να έχω κινήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κινήσει | είχες κινήσει | θα έχεις κινήσει | να έχεις κινήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κινήσει | είχε κινήσει | θα έχει κινήσει | να έχει κινήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κινήσει | είχαμε κινήσει | θα έχουμε κινήσει | να έχουμε κινήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κινήσει | είχατε κινήσει | θα έχετε κινήσει | να έχετε κινήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κινήσει | είχαν κινήσει | θα έχουν κινήσει | να έχουν κινήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κινιέμαι | κινιόμουν(α) | θα κινιέμαι | να κινιέμαι | ||
β' ενικ. | κινιέσαι | κινιόσουν(α) | θα κινιέσαι | να κινιέσαι | ||
γ' ενικ. | κινιέται | κινιόταν(ε) | θα κινιέται | να κινιέται | ||
α' πληθ. | κινιόμαστε | κινιόμαστε κινιόμασταν |
θα κινιόμαστε | να κινιόμαστε | ||
β' πληθ. | κινιέστε | κινιόσαστε κινιόσασταν |
θα κινιέστε | να κινιέστε | κινιέστε | |
γ' πληθ. | κινιούνται | κινιόνταν(ε) κινιούνταν κινιόντουσαν |
θα κινιούνται | να κινιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κινήθηκα | θα κινηθώ | να κινηθώ | κινηθεί | ||
β' ενικ. | κινήθηκες | θα κινηθείς | να κινηθείς | κινήσου | ||
γ' ενικ. | κινήθηκε | θα κινηθεί | να κινηθεί | |||
α' πληθ. | κινηθήκαμε | θα κινηθούμε | να κινηθούμε | |||
β' πληθ. | κινηθήκατε | θα κινηθείτε | να κινηθείτε | κινηθείτε | ||
γ' πληθ. | κινήθηκαν κινηθήκαν(ε) |
θα κινηθούν(ε) | να κινηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κινηθεί | είχα κινηθεί | θα έχω κινηθεί | να έχω κινηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις κινηθεί | είχες κινηθεί | θα έχεις κινηθεί | να έχεις κινηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κινηθεί | είχε κινηθεί | θα έχει κινηθεί | να έχει κινηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κινηθεί | είχαμε κινηθεί | θα έχουμε κινηθεί | να έχουμε κινηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κινηθεί | είχατε κινηθεί | θα έχετε κινηθεί | να έχετε κινηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κινηθεί | είχαν κινηθεί | θα έχουν κινηθεί | να έχουν κινηθεί |
Πηγές
[επεξεργασία]- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κινάω
→ δείτε τη λέξη κινώ |