κινητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινητής < κινέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινητής αρσενικό
- ο στασιαστής, ο υποκινητής, ο κινῶν καταστάσεις
- αυτός που επινοεί, εφευρίσκει, ο συγγραφέας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ὑποκινητής (μεταγενέστερο)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κινητής