Μετάβαση στο περιεχόμενο

κινητής

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κινητής



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κινητής < κινέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κινητής αρσενικό

  1. ο στασιαστής, ο υποκινητής, ο κινῶν καταστάσεις
  2. αυτός που επινοεί, εφευρίσκει, ο συγγραφέας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]