Μετάβαση στο περιεχόμενο

κίνητρον

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κίνητρον τὰ κίνητρ
      γενική τοῦ κινήτρου τῶν κινήτρων
      δοτική τῷ κινήτρ τοῖς κινήτροις
    αιτιατική τὸ κίνητρον τὰ κίνητρ
     κλητική ! κίνητρον κίνητρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κινήτρω
γεν-δοτ τοῖν  κινήτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κίνητρον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κινέω, κινη- +-τρον
  • Διαφορετική σημασία για το νεοελληνικό κίνητρο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κίνητρον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη κινέω