κουτάλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουτάλα | οι | κουτάλες |
γενική | της | κουτάλας | — | |
αιτιατική | την | κουτάλα | τις | κουτάλες |
κλητική | κουτάλα | κουτάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτάλα < κουτάλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτάλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουτάλα θηλυκό
- οποιοδήποτε ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος μοιάζει με μεγάλο κουτάλι
- (λαϊκότροπο) η ωμοπλάτη
- εξάρτημα χωματουργικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή και ανύψωση υλικού
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Μεγεθυντικά σε -α (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)