scoop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scoop | scoops |
scoop (en)
- κουτάλι παγωτού που βγάζει μπάλες ή μερίδες
- ↪ add ice cream (per scoop) - πρόσθετε παγωτό (ανά μπάλα)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | scoop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scoops |
αόριστος | scooped |
παθητική μετοχή | scooped |
ενεργητική μετοχή | scooping |
scoop (en)
- βγάζω μερίδα/μπάλα παγωτού με το ειδικό κουτάλι
- βγάζω πρώτος είδηση
- ↪ We have scooped our rivals!
- Βγάλαμε την είδηση πριν τους ανταγωνιστές μας!
- ↪ We've been have been scooped!
- Έβγαλαν άλλοι πρώτοι την είδηση/Έβγαλαν άλλοι την είδηση πριν από μας!
- ↪ We have scooped our rivals!
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scoop (fr) αρσενικό
- το λαβράκι