scoop
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scoop | scoops |
scoop (en)
- κουτάλι παγωτού που βγάζει μπάλες ή μερίδες
add ice cream (per scoop) - πρόσθετε παγωτό (ανά μπάλα)
- (μεταφορικά, για ειδήσεις, νέα) αποκλειστικότητα, λαβράκι
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | scoop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scoops |
αόριστος | scooped |
παθητική μετοχή | scooped |
ενεργητική μετοχή | scooping |
scoop (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scoop (fr) αρσενικό
- το λαβράκι