κιόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιόρος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kör (τυφλός)

Επίθετο[επεξεργασία]

κιόρος

  1. (κρητικά) αλλήθωρος
  2. (κρητικά) απρόσεκτος
  3. (κρητικά) που δυσκολεύεται να δει λόγω πάθησης στα μάτια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014