κλαδιστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλαδιστική | ||
γενική | της | κλαδιστικής | ||
αιτιατική | την | κλαδιστική | ||
κλητική | κλαδιστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλαδιστική < αγγλική cladistics < κλάδος + -ική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαδιστική θηλυκό
- (βιολογία) συγκεκριμένη προσέγγιση στη ταξινομία, κατά την οποία οι διάφοροι οργανισμοί διατάσσονται αλλά και κατατάσσονται αποκλειστικά σε μια βάση που αντανακλά τη πρόσφατη προέλευση από κοινό πρόγονο, όπως για παράδειγμα ένα οικογενειακό δέντρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαδιστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κλαδιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κλαδιστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)