κλασαυχενίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλασαυχενίζομαι < ελληνιστική κοινή κλασαυχενεύομαι < αρχαία ελληνική κλάω + αὐχήν
Ρήμα
[επεξεργασία]κλασαυχενίζομαι
- (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά) θεωρώ -λανθασμένα και ψευδώς- τον εαυτό μου ανώτερο, κορδώνομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κλασαυχενισμός
- → δείτε τις λέξεις κλάνω και αυχένας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη επαίρομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλασαυχενίζομαι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)