κλειστό σύστημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλειστό σύστημα < κλειστό + σύστημα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική closed system)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κλειστό σύστημα ουδέτερο
- (φυσική, χημεία) φυσικό σύστημα που δεν αλληλεπιδρά με το περιβάλλον ή η αλληλεπίδραση είναι περιορισμένη και ελεγχόμενη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλειστό σύστημα