κοχλακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοχλακίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοχλακίζω < ελληνιστική κοινή κόχλαξ (χαλίκι) γενική: κόχλακος + -ίζω.[1] Δείτε και χοχλακίζω, κοχλάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.xlaˈci.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κοχλακίζω, αόρ.: κοχλάκισα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.