κτήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkti.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτή‐σεις
- ομόηχο: κτίσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κτήση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κτῆσις
- (περιληπτικό) η περιουσία (≈ συνώνυμα: κτήματα)