κύριο όνομα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]κύριο όνομα ουδέτερο
- (γραμματική) το όνομα / η ονομασία που δηλώνει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κύριο όνομα
|