κύριο όνομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κύριο όνομα ουδέτερο
- (γραμματική) το όνομα / η ονομασία που δηλώνει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κύριο όνομα
|