λοσιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοσιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική lotion [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /loˈsi̯on/ & /loˈsçon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐σιόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λοσιόν θηλυκό άκλιτο

  • (κοσμετολογία) υγρό παρασκεύασμα, συχνά με άρωμα ή και οινόπνευμα, το οποίο χρησιμοποιείται για τη φροντίδα του δέρματος ή των μαλλιών
    μετά το μπάνιο συνηθίζει να βάζει λοσιόν στο σώμα της

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]