conditioner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conditioner | conditioners |
conditioner (en)
- κάτι που βελτιώνει
- (κοσμετολογία) το μαλακτικό, η λοσιόν για τα μαλλιά
- γυμναστής, προπονητής